- κορθυνω
- κορθύνω(ῡ) (эп. aor. κόρθυνα) нагромождать, накоплять
(Ζεὺς ἐπεὴ οὖν κόρθυνεν ἑὸν μένος Hes.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ζεὺς ἐπεὴ οὖν κόρθυνεν ἑὸν μένος Hes.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κορθύνω — και κορθύω (Α) [κόρθυς] 1. ανυψώνω, ανεγείρω, σηκώνω ψηλά 2. αυξάνω («Ζεὺς δ , ἐπεὶ οὖν κόρθυνεν ἑὸν μένος» ο Δίας, αφού αύξησε την οργή του, Ησίοδ.) … Dictionary of Greek
κορθύνεται — κορθύ̱νεται , κορθύνω lift up aor subj mid 3rd sg (epic) κορθύ̱νεται , κορθύνω lift up pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορθύω — κορθύ̱ω , κορθύνω lift up pres subj act 1st sg κορθύ̱ω , κορθύνω lift up pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρθυνεν — κόρθῡνεν , κορθύνω lift up aor ind act 3rd sg (homeric ionic) κόρθῡνεν , κορθύνω lift up imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορθύω — (Α) [κόρθυς] κορθύνω*, υψώνω, κορυφώνω, αυξάνω … Dictionary of Greek
κόρθυς — κόρθυς, υος, ἡ (Α) σωρός, δεμάτι, κυρίως θερισμένου σταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη ανάγεται στην ετεροιωμένη και συνεσταλμένη βαθμίδα *kordhu τής ΙΕ ρίζας *kerdho «αγέλη, σειρά» και συνδέεται με το αρχ. ινδ.… … Dictionary of Greek
κορθύεσθαι — κορθύ̱εσθαι , κορθύνω lift up pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορθύεται — κορθύ̱εται , κορθύνω lift up pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορθύοντος — κορθύ̱οντος , κορθύνω lift up pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκορθύετο — ἐκορθύ̱ετο , κορθύνω lift up imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)